Η Ελληνική Νοηματική Γλώσσα χρησιμοποιείται για την επικοινωνία των κωφών και βαρήκοων ανθρώπων που ζουν στην Ελλάδα. Είναι μια γλώσσα οπτικοκινητική , βασίζεται δηλαδή στην κίνηση των χεριών, του σώματος καθώς και στην έκφραση του προσώπου για την απόδοση ενός νοήματος και προσλαμβάνεται από το οπτικό κανάλι. Επιπλέον, διαθέτει ένα αυτόνομο γλωσσικό σύστημα και συντακτικές δομές σε σχέση με την ομιλούμενη γλώσσα, με τις οποίες διαρθρώνεται ο λόγος και επιτυγχάνεται η επικοινωνία.

Η Νοηματική Γλώσσα δεν είναι μια παγκόσμια γλώσσα, όπως πολύ συχνά πιστεύεται, καθώς η κάθε χώρα έχει αναπτύξει τη δική της εθνική γλώσσα με διαφορετικά νοήματα που εμπεριέχουν βιωματικά στοιχεία του πολιτισμού του κάθε τόπου, διαφορετικές γλωσσικές δομές, αλλά και διαλέκτους, όπως και μια προφορική γλώσσα. Επιπλέον υπάρχουν και τα Διεθνή Νοήματα τα οποία προέκυψαν για την κάλυψη των αναγκών της επικοινωνίας μεταξύ των κωφών και βαρήκοων ανθρώπων διαφορετικών εθνικοτήτων και χρηστών διαφορετικών νοηματικών γλωσσών.

Στην Ελλάδα η Ελληνική Νοηματική Γλώσσα αναγνωρίζεται ως πρώτη γλώσσα των κωφών και βαρήκοων μαθητών με τον νόμο 2817/2000 γεγονός που καθιστά τη γνώση της υποχρεωτικό προσόν για την πρόσληψη νέων επαγγελματιών στην εκπαίδευση κωφών μαθητών. Μετά από αρκετά χρόνια προσπαθειών από την Ελληνική κοινότητα κωφών και βαρήκοων ατόμων, με το νόμο 4488/2017, η Ελληνική Νοηματική Γλώσσα αναγνωρίζεται ως ισότιμη με την ελληνική και ορίζεται ότι το κράτος οφείλει να λάβει μέτρα για την προώθησή της, καθώς και για την κάλυψη όλων των αναγκών επικοινωνίας των κωφών και βαρήκοων πολιτών, ανοίγοντας το δρόμο για την ισότιμη προσβασιμότητα των ανθρώπων με προβλήματα ακοής.

Αν και δεν υπάρχει επίσημη καταγραφή, εκτιμάται ότι οι χρήστες της Ελληνικής Νοηματικής Γλώσσας είναι περίπου 40.000 άνθρωποι, με το με τον αριθμό συνεχώς να αυξάνεται. Αυτό έχει προκύψει λόγω του ενδιαφέροντος εκμάθησής της από ακούοντες που επιθυμούν να ενισχύσουν τις γνώσεις και τα προσόντα τους, προσβλέποντας στην επαγγελματική τους αποκατάσταση αλλά και της αύξησης της διάδοσής της ιδιαίτερα μετά το Νόμο 4488/2017 που την αναγνωρίζει ως επίσημη γλώσσα των Ελλήνων κωφών και βαρήκοων.